- διυγραίνω
- (AM διυγραίνω)διαβρέχω, καταμουσκεύω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αναδιυγραίνω — διαβρέχω, διαποτίζω εκ νέου ή συνεχώς κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανα * + διυγραίνω. Η λ. πρωτοχρησιμοποιήθηκε από τον βοτανολόγο ζωολόγο Σπυρίδωνα Μηλιαράκη] … Dictionary of Greek